- σωματώ
- -όω, ΜΑ [σῶμα, σώματος]1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική φύση σε κάτι, ενσαρκώνω («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.)2. παθ. σωματοῡμαι -όομαιγίνομαι στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ.β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.